- προσκυνῶν
- προσκυνέωmake obeisancepres part act masc nom sg (attic epic doric)προσκυνέωmake obeisancepres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχηματοειδώς — Μ επίρρ. με τυπικό ή με εύσχημο τρόπο («ὁ ὀστιάριος σχηματοειδῶς πως προσκυνῶν τοὺς δεσπότας», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, ήματος + ειδῶς (< ειδής) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ԱՆԵՐԿՐՊԱԳՈՒ — (ի, աց.) NBH 1 0142 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. Ոչ երկրպագօղ. որ ոչն երկիրպագանէ. οὑ πρόσκυνων *Աներկրպագուացն քեզ (սրբոյ շաչիդ) զյարակէզն հնոցացուցանելով զհուրն. Անյաղթ բարձր.: *Ուրացողացն եւ աներկրպագուացն դիւացն (կամ նմանեցան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)